- πιπίλισμα
- το, Ν [πιπιλίζω]η ενέργεια τού πιπιλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιπίλισμα — το, ατος η πράξη του πιπιλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπίλα — η, Ν 1. η ενέργεια τού πιπιλίζω, πιπίλισμα 2. καθετί που χρησιμεύει για πιπίλισμα 3. (ειδικά) τεχνητή θηλή από ελαστικό κόμμι ή από πλαστικό η οποία δίνεται στα βρέφη προκειμένου να έχουν την ψευδαίσθηση τού θηλασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. πιπιλίζω,… … Dictionary of Greek
πιπιλιστός — ή, ό, Ν [πιπιλίζω] αυτός που γίνεται με πιπίλισμα. επίρρ... πιπιλιστά Ν με πιπίλισμα … Dictionary of Greek
εκμύζηση — η (AM ἐκμύζησις) βύζαγμα, πιπίλισμα νεοελλ. μτφ. απομύζηση … Dictionary of Greek
καραμέλα — και καραμέλλα, η 1. σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο στόμα με πιπίλισμα 2. είδος ζάχαρης που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια 3. μτφ. καθετί γλυκό, εύγευστο, ευχάριστο 4. φρ. «πιπιλίζει κάτι σαν καραμέλα» τόν… … Dictionary of Greek
πιπίλα — η (λ. ιταλ.), καθετί που χρησιμεύει για πιπίλισμα. 2. λαστιχένια θηλή για τα μωρά, αλλιώς ρωγοβύζι, το: Δώσε στο παιδί την πιπίλα του να ησυχάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπίλημα — το, ατος πιπίλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπιλιστός — ή, ό αυτός που γίνεται με πιπίλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)